οὐλότατον

οὐλότατον
οὐ̱λότατον , ὅλοξ
masc acc superl sg (ionic)
οὐ̱λότατον , ὅλοξ
neut nom/voc/acc superl sg (ionic)
οὐ̱λότατον , οὖλος 1
whole
masc acc superl sg
οὐ̱λότατον , οὖλος 1
whole
neut nom/voc/acc superl sg
οὐ̱λότατον , οὖλος 2
woolly
masc acc superl sg
οὐ̱λότατον , οὖλος 2
woolly
neut nom/voc/acc superl sg
οὐ̱λότατον , οὖλος 3
destructive
masc acc superl sg
οὐ̱λότατον , οὖλος 3
destructive
neut nom/voc/acc superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”